- Μάκιστον
- Μάκιστοςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μάκιστον — μά̱κιστον , μήκιστος tallest masc acc sg (doric) μά̱κιστον , μήκιστος tallest neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανιγρός — Ονομασία μικρού ποταμού της αρχαίας Τριφυλίας. Πήγαζε από το όρος Λάπιθο ή Μάκιστο, το σημερινό Καϊάφα και Σμέρνα, και χυνόταν κοντά στην πόλη Σαμικόν ή Αρήνη ή Μάκιστον, κοντά στις εκβολές του Αλφειού. Σύμφωνα με αρχαία παράδοση (λεγόταν τότε… … Dictionary of Greek
Μακιστία — Περιοχή της Πελοποννήσου, κατά την αρχαιότητα, στην Ήλιδα, που έφτανε έως τον ποταμό Νέδα. Την χώριζε από την Πισάτιδα ο ποταμός Λάπιθος, και οι κάτοικοι της ονομάζονταν Μακίστιοι. Στη Μ. βρισκόταν η αρχαία πόλη Μάκιστον ή Μάκιστος. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek